- εὔοψος
- εὔ-οψος, reich an Speisen, bes. Fischen, mit Fischen wohl versehen; εἰ ἡ ϑάλαττα τῆς γῆς εὐοψοτέρα, ob die See mehr oder bessere Fische liefert
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
εύοψος — εὔοψος, ον (Α) 1. αυτός που είναι γεμάτος όψα, ιδίως ψάρια, αυτός που έχει αφθονία ψαριών 2. αυτός που περιέχει ή παράγει πολλά βρώματα, φαγώσιμα («ἡ θάλασσα τῆς γῆς εὐοψοτέρα», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οψος (< όψον «τροφή, ψάρι»), πρβλ. άν … Dictionary of Greek
εὔοψος — abounding in masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔοψον — εὔοψος abounding in masc/fem acc sg εὔοψος abounding in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐόψων — εὔοψος abounding in masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔοψοι — εὔοψος abounding in masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐοψοτέρα — εὐοψοτέρᾱ , εὔοψος abounding in fem nom/voc/acc comp dual εὐοψοτέρᾱ , εὔοψος abounding in fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευοψία — (I) εὐοψία, ἡ (Α) [εύοψος] αφθονία όψων, εδεσμάτων, φαγητών, ιδίως ψαριών (στον Πλούτ., χοιρινού κρέατος). (II) εὐοψία, ἡ (Α) [εύοπτος Ι] (κατά το λεξ. Σούδα) καλή όψη, ευπροσωπία … Dictionary of Greek
ευοψώ — εὐοψῶ, έω (Α) [εύοψος] έχω αφθονία ψαριών, είμαι γεμάτος ψάρια … Dictionary of Greek
όψο — το (ΑΜ ὄψον) 1. έδεσμα, τροφή 2. καθετί που τρώγεται μαζί με το ψωμί ή το κυρίως φαγητό ως προσφάγι ή για να προκαλέσει τη διάθεση για πόση κρασίου («κρόμμυον ποτῷ ὄψον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. το κρέας, σε αντιδιαστολή προς το ψωμί και τις άλλες… … Dictionary of Greek